κλέφτης

κλέφτης
Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι του 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις βάδισαν εναντίον των ανταρτών που κατείχαν το βουνό και το κατέλαβαν έπειτα από σκληρό αγώνα με πολλές απώλειες.
* * *
ο, θηλ. κλέφτρα και κλέπτρια (AM κλέπτης, θηλ. κλέπτρια, Μ θηλ. και κλέφτρα, Α θηλ. και κλέπτις, -ιδος)
αυτός που κλέβει, που αφαιρεί κρυφά κάτι το οποίο ανήκει σε άλλον (κατ' αντίθεση προς τον άρπαγα, που αφαιρεί φανερά) (α. «ασφάλισε τα παράθυρα μην μπούνε κλέφτες» β. «τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. (κατά την τουρκοκρατία) μέλος τών ελληνικών επαναστατικών ομάδων που ζούσαν και πολεμούσαν στα βουνά τής Ελλάδας κατά τών Τούρκων
2. βοτ. κοινή ονομασία σπερμάτων φυτού που είναι εφοδιασμένα με λεπτά λευκά μεταξώδη νημάτια, χάρη στα οποία μπορούν να πετούν και να μεταφέρονται σε μεγάλη απόσταση
3. ένα εξάρτημα τού υφαντουργικού ιστού, τού αργαλειού
4. φρ. α) «μια τού κλέφτη, δυο τού κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — το μέλλον τού απατεώνα είναι πολύ μικρό
β) «κλέφτες και αστυνόμοι» — ονομασία παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και καταδιώκει η μία την άλλη
5. παροιμ. «φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης» — γι' αυτούς που επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν
μσν.
1. (για τον κόσμο) απατηλός
2. ληστής
3. απαγωγέας
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος («κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης», Δημοσθ.)
2. φρ. «ὁ τοῦ κλέπτου λόγος» — λογικό σόφισμα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κλέπτης < κλέπτω. Οι μσν. και νεοελλ. τ. (κλέφτης) με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κοπτήρ - κοφτήρας).
ΠΑΡ. κλεπτικός
αρχ.
κλεπτάριον, κλεπτίδης, κλεπτίσκος, κλεπτοσύνη
μσν.
κλεπτίζομαι
νεοελλ.
κλέφταρος, κλεφτιά, κλέφτικος, κλεφτόπουλο, κλεφτουριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλεπτέλεγχος, κλεπτομάστιξ, κλεπτοτόκος
μσν.
κλεπτοάγιος
νεοελλ.
κλεφτοκάραβο, κλεφτοκοτάς, κλεφτοπολέμαρχος, κλεφτοπόλεμος, κλεφτότοπος, κλεφτοφάναρο. (Β' συνθετικό) α) -κλέπτης: μικροκλέπτης, ορνιθοκλέπτης, παιδοκλέπτης, ψηφοκλέπτης
αρχ.
ανδραποδοκλέπτης, ασημοκλέπτης, βαλαντιοκλέπτης, ζωστηροκλέπτης, ημεροκλέπτης, ιματιοκλέπτης, κηριοκλέπτης, λαμπτηροκλέπτης, μωροκλέπτης, νυκτικλέπτης, οφθαλμοκλέπτης, παγκλέπτης, πορφυροκλέπτης, ποτηριοκλέπτης, συγκλέπτης
νεοελλ.
αιγοκλέπτης, ζωοκλέπτης, νυκτοκλέπτης, ποιμνιοκλέπτης, φοροκλέπτης, χαρτοκλέπτης. β) -κλέφτης: νεοελλ. αλογοκλέφτης, αρχικλέφτης, γιδοκλέφτης, καντηλοκλέφτης, καρδιοκλέφτης, κατοικοκλέφτης, μικροκλέφτης, ορνιθοκλέφτης, πρωτοκλέφτης, χαρτοκλέφτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλέφτης — ο θηλ. κλέφτρα 1. αυτός που κλέβει: Κλέφτες μας έκλεψαν το σπίτι. 2. στην τουρκοκρατία, αυτός που έπαιρνε τα όπλα και ζούσε στα βουνά για να μην είναι δούλος στους Τούρκους: Οι κλέφτες και οι αρματολοί ενίσχυσαν σημαντικά την ελληνική επανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καρίβερος, Αθανάσιος — Κλέφτης από την Πάτρα. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πολέμησε υπό τις διαταγές γνωστών καπεταναίων, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ζαχαριάς, ο Περδικούλιας και ο Καράμπελας …   Dictionary of Greek

  • Μαυροδήμος — Κλέφτης από το Ξηρομέρι. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1769 μαζί με τους Γρίβα, Λαχούρη, Τσέλιο κ.ά. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λίγους αγωνιστές που σώθηκαν από τη μάχη που έλαβε χώρα κοντά στον οικισμό Αγγελόκαστρο …   Dictionary of Greek

  • Τζίκαλος — Κλέφτης των αρχών του 18ου αι. Στις 13 Απριλίου 1728, σε μάχη στη Βατσουνιά της περιοχής Τρικάλων, νίκησε και διέλυσε αλβανικό σώμα …   Dictionary of Greek

  • Χονδρογιάννης — Κλέφτης. Καταγόταν από τα Μαζέικα της Αχαΐας. Έζησε στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Πρωτοστάτησε στα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στην Πελοπόννησο και διακρίθηκε για την ανδρεία του …   Dictionary of Greek

  • Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… …   Wikipedia

  • κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… …   Dictionary of Greek

  • ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • αλογοκλέφτης — ο κλέφτης αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κλέφτης] …   Dictionary of Greek

  • βοοκλόπος — βοοκλόπος, ον (AM) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλοπος < κλοπός («κλέφτης») < κλέπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”